- συναλλακτικός
- [синаллактикос] еж. относящийся к обмену, меновой, относящийся к торговле, торговой сделке.
Эллино-русский словарь. 2014.
Эллино-русский словарь. 2014.
συναλλακτικός — ή, ό / συναλλακτικός, ή, όν, ΝΑ [συναλλάσσω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις οικονομικές ανταλλαγές 2. κατάλληλος, ικανός για οικονομικές συναλλαγές νεοελλ. (φρ) α) «συναλλακτικά ήθη» οι συνήθεις στις συναλλαγές τρόποι ενέργειας β)… … Dictionary of Greek
συναλλακτικῶν — συναλλακτικός of fem gen pl συναλλακτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναλλακτικούς — συναλλακτικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναλλακτική — συναλλακτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναλλακτικώτεροι — συναλλακτικός of masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)